- τεχνώ
- -όω, ΜΑ [τέχνη]διδάσκω κάποια τέχνημσν.κατασκευάζω κάτι με έντεχνο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεχνῶ — τεχνάομαι make by art pres imperat mp 2nd sg τεχνάομαι make by art imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) τεχνάζω employ art fut ind act 1st sg (attic epic ionic) τεχνόω instruct in an art pres subj act 1st sg τεχνόω instruct in an art pres ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστοτέχνημα — το 1. άριστο έργο τέχνης, το αριστούργημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε έργο που διακρίνεται από έξοχη επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + τέχνημα < τεχνώ «κατασκευάζω κάτι με τέχνη» (πρβλ. καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται στον… … Dictionary of Greek
μετατεχνώ — μετατεχνῶ, όω (Μ) μεταβάλλω, μετατρέπω κάτι με τέχνη, μεταβάλλω τεχνηέντως, μεταποιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)* + τεχνῶ «διδάσκω τέχνη, μεταβάλλω με τέχνη» (< τέχνη)] … Dictionary of Greek
μικροτέχνημα — το μικρών διαστάσεων έργο τέχνης, μικρό κομψοτέχνημα, μινιατούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) + τέχνημα (< τεχνώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κ.Δ. Μυλωνά] … Dictionary of Greek
τέχνωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [τεχνῶ] η τέχνη μσν. το να είναι κάτι τεχνικό … Dictionary of Greek
τετεχνημένως — Α επίρρ. με τέχνη, τεχνηέντως («ὠνομάσθη δὲ ἀπό τοῡ ἁπλῶς καὶ οὐ τετεχνημένως γεγενῆσθαι», Ετυμολογικόν Μέγα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετεχνημένος τού τεχνῶ «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek